Ὀλυμπιονίκας

Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)
a of an Olympic victor

Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3

Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) O. 4.8

τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88

b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας , τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4

Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18

τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται O. 11.7

τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλυμπιονίκας — Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem acc pl Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem gen sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc acc pl (doric) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”