- Ὀλυμπιονίκας
- Ὀλυμπῐονῑκᾱς (-ας, -α, -αν; -αις: Οὐλυμπιονίκαν coni.)a of an Olympic victor
Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (byz.: Ὀλυμπ- codd.) O. 4.8τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88
b subs., Olympic victor εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας , τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται O. 11.7
τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.